Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Αναστασια Ρομανωφ

Η Μεγάλη Δούκισσα Αναστασία της Ρωσίας , μέλος της Δυναστείας των Ρομανόφ, ήταν η μικρότερη κόρη του Αυτοκράτορα Νικολάου Β΄ της Ρωσίας, τελευταίου ηγεμόνα της Αυτοκρατορίας της Ρωσίας, και της συζύγου του, Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα της Έσσης

 Η Αναστασία ήταν η μικρότερη αδερφή της Μεγάλης Δούκισσας Όλγας, της Μεγάλης Δούκισσας Τατιάνας και της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας. Ήταν μεγαλύτερη αδερφή του Αλεξέι Νικολάγιεβιτς, Τσάρεβιτς της Ρωσίας. Θεωρείται πως δολοφονήθηκε μαζί με την οικογένειά της στις 17 Ιουλίου 1918, από δυνάμεις της μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων. Ωστόσο, φήμες που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή, επιμένουν για την πιθανή της απόδραση. Κατά περιόδους διάφορες γυναίκες διεκδίκησαν την ταυτότητα της Αναστασίας, τροφοδοτώντας ένα από τα πιο διάσημα μυστήρια του 20ού αιώνα.

 Η Αναστασία ήρθε στον κόσμο στο Παλάτι Πέτερχοφ, στις 18 Ιουνίου 1901. Όταν γεννήθηκε, οι γονείς της και οι υπόλοιποι συγγενείς απογοητεύτηκαν από την απόκτηση και τέταρτης κόρης. Όπως συνηθιζόταν, ο Τσάρος χρειαζόταν αρσενικό διάδοχο για να τον διαδεχτεί στο θρόνο και να συνεχίσει τη δυναστεία των Ρομανώφ.
Τα παιδιά του Τσάρου ανατράφηκαν όσο πιο απλά γινόταν. Κοιμούνταν σε σκληρά κρεβάτια, εκτός αν ήταν άρρωστα, έκαναν κρύο μπάνιο το πρωί και αναμενόταν από αυτά να συγυρίζουν τα δωμάτιά τους και να κεντούν για φιλανθρωπικούς σκοπούς όταν δεν είχαν άλλη απασχόληση. Οι περισσότεροι στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών, αποκαλούσαν τη Μεγάλη Δούκισσα με το μικρό της όνομα και το πατρώνυμο, δηλαδή Αναστασία Νικολάγιεβνα, και όχι με τον τίτλο «Αυτοκρατορική Υψηλότητα». Επίσης αποκαλούνταν συχνά με τη γαλλική εκδοχή του ονόματός της ή με τα ρώσικα υποκοριστικά Νάστυα, Νάστας ή Νάστενκα. Άλλα οικογενειακά παρατσούκλια για την Αναστασία ήταν «Μαλενάκαγια», που σημαίνει «μικρή» ),ή «diavalchik», που είναι η ρώσικη λέξη για το «διαβολάκι».
Τιμώντας το παρατσούκλι της, η μικρή Αναστασία έγινε ένα ζωηρό και ενεργητικό παιδί, μάλλον κοντό και με προδιάθεση να γίνει παχουλούτσικο, με μπλε μάτια και κοκκινόξανθα μαλλιά. Η Μαργκαρέττα Ίγκαρ, μια από τις νταντάδες των τεσσάρων Μεγάλων Δουκισσών, υποστήριξε πως κάποιος σχολίασε ότι η Αναστασία σαν νήπιο είχε τη μεγαλύτερη προσωπική γοητεία από οποιοδήποτε παιδί είχε συναντήσει.
Παρόλο που συχνά περιγράφεται ως χαρισματική και έξυπνη, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τους περιορισμούς που επέβαλε η σχολική αίθουσα, σύμφωνα με τους δασκάλους της Πιερ Ζιλιάρ και Σίντνεϋ Γκιμπς. Οι δύο τους, καθώς και οι κυρίες επί των τιμών Λίλι Ντεν και Άννα Βιρούμποβα, περιγράφουν την Αναστασία ως γεμάτη ζωή, άταχτη και προικισμένη ηθοποιό. Τα αιχμηρά, έξυπνα σχόλιά της χτυπούσαν καμιά φορά ευαίσθητα σημεία.

 Η Αναστασία και η μεγαλύτερη αδερφή της, η Μαρία, ήταν γνωστές στην οικογένεια σαν «το μικρό ζευγάρι». Τα δύο κορίτσια μοιράζονταν το δωμάτιό τους, συχνά φορούσαν εκδοχές του ίδιου φορέματος και περνούσαν αρκετό από το χρόνο τους μαζί. Οι δύο μεγαλύτερες, Όλγα και Τατιάνα, επίσης μοιράζονταν το δωμάτιό τους και ήταν γνωστές σαν «το μεγάλο ζευγάρι». Τα τέσσερα κορίτσια καμιά φορά υπέγραφαν τα γράμματά τους με το παρατσούκλι ΟΤΜΑ, από τα αρχικά των ονομάτων τους.

 Παρά την ενέργειά της, η υγεία της Αναστασίας δεν ήταν πάντα καλή. Η Μεγάλη Δούκισσα υπέφερε από μια οδυνηρή πάθηση, την hallux valgus (κάλος), που είχε προσβάλει και τα δύο μεγάλα δάχτυλα των ποδιών. Επίσης είχε έναν αδύναμο μυ στην πλάτη και έκανε μασάζ δύο φορές την εβδομάδα. Για να το αποφύγει, κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι της ή σε κάποιο ντουλάπι. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Μαρία, αιμορραγούσε το Δεκέμβρη του 1914 από μια εγχείρηση αφαίρεσης των αμυγδαλών της, σύμφωνα με τη θεία της από την πλευρά του πατέρα της, Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Αλεξάνδροβνα της Ρωσίας, που μίλησε σε μία συνέντευξη χρόνια αργότερα. Ο γιατρός ο οποίος θα έκανε την επέμβαση ήταν τόσο νευρικός, που η Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα αναγκάστηκε να τον διατάξει να συνεχίσει. Η Όλγα Αλεξάνδροβνα υποστήριξε πως και οι τέσσερις ανιψιές της αιμορραγούσαν περισσότερο από το φυσιολογικό και πως πιθανώς ήταν φορείς του γονιδίου της αιμορροφιλίας, όπως και η μητέρα τους. Ο αδερφός τους, Αλεξέι, ήταν ασθενής της αιμορροφιλίας και αρκετές φορές άγγιξε το θάνατο.


Αιχμαλωσία και εκτέλεση

 

 

Μετά την παραίτηση του Νικολάου Β΄ από το θρόνο το 1917, η Ρωσία γρήγορα βυθίστηκε σε εμφύλια διαμάχη. Οι διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των Ρομανώφ ανάμεσα στους Μπολσεβίκους (συχνά αναφέρονται ως «Κόκκινοι») που τους κρατούσαν αιχμαλώτους και στην ευρύτερη οικογένειά τους, πολλοί από τους οποίους ήταν εξέχοντα μέλη των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, έπεσαν σε τέλμα. Καθώς οι «Λευκοί» (κόμμα πιστό ακόμη στον Τσάρο και στις αρχές του δεσποτισμού) προελαύναν προς το Γεκατερίνμπουργκ, οι Κόκκινοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ήξεραν πως η πόλη θα έπεφτε στον καλύτερα εξοπλισμένο στρατό των Λευκών. Όταν οι Λευκοί έφτασαν τελικά, η αυτοκρατορική οικογένεια είχε απλά εξαφανιστεί. Η πιο ευρέως αποδεκτή θεωρία σήμερα είναι πως εκτελέστηκαν. Αυτό χάρις στην έρευνα του Επιθεωρητή του Λευκού Στρατού Νικόλαου Σοκολώφ, που κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενος σε αντικείμενα που άνηκαν στην οικογένεια και βρέθηκαν σε ένα ορυχείο στο Γκανίνα Γιάμα.
 Το Σημείωμα Γιουρόφσκι, μια μαρτυρία των γεγονότων από τον Γιουρόφσκι στους Μπολσεβίκους ανωτέρους του μετά την εκτέλεση, βρέθηκε το 1989 και παρουσιάστηκε λεπτομερώς στο βιβλίο του Έντβαρντ Ρατζίνσκι του 1992 με τίτλο «ο Τελευταίος Τσάρος». Σύμφωνα με το σημείωμα, τη νύχτα εκείνη ξύπνησαν την οικογένεια και τους είπαν να ντυθούν. Όταν ρώτησαν γιατί, τους πληροφόρησαν πως θα μεταφέρονταν σε μια νέα τοποθεσία για την προσωπική τους ασφάλεια, καθώς αναμενόταν να ξεσπάσουν βιαιοπραγίες με την άφιξη των Λευκών στο Γεκατερίνμπουργκ.

Όταν ντύθηκαν, η οικογένεια και ένας μικρός κύκλος υπηρετών που παρέμειναν μαζί τους οδηγήθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο στο ημιυπόγειο του σπιτιού και τους είπαν να περιμένουν. Στην Αλεξάνδρα και τον Αλεξέι επετράπη να καθίσουν σε καρέκλες που τους παρείχαν οι φρουροί μετά την παράκληση της Αυτοκράτειρας. Μετά από αρκετά λεπτά, το απόσπασμα μπήκε στο δωμάτιο, υπό την αρχηγία του Γιουρόφσκι. Χωρίς δισταγμό, ο Γιουρόφσκι γρήγορα ενημέρωσε τον Τσάρο και την οικογένειά του πως θα θανατώνονταν. Ο Τσάρος πρόλαβε μόνο να πει «Τι;» και να στραφεί προς την οικογένειά του προτού πυροβοληθεί στο κεφάλι εξ επαφής. Η Αυτοκράτειρα και η κόρη της Όλγα προσπάθησαν να κάνουν το σταυρό τους, μα σκοτώθηκαν από την πρώτη ομοβροντία του αποσπάσματος, και οι δύο από σφαίρα στο κεφάλι. Οι υπόλοιποι της αυτοκρατορικής ακολουθίας πυροβολήθηκαν αμέσως με εξαίρεση την Άννα Ντεμίντοβα, την υπηρέτρια της Αλεξάνδρας. Η Ντεμίντοβα επέζησε της πρώτης ομοβροντίας μα θανατώθηκε γρήγορα στον πίσω τοίχο του υπογείου, μαχαιρωμένη ενώ προσπαθούσε να υπερασπίσει τον εαυτό της με ένα μικρό μαξιλάρι που είχε φέρει μαζί της και που ήταν γεμάτο με πολύτιμες πέτρες.[26]
Το Σημείωμα Γιουρόφσκι περαιτέρω αναφέρει πως μόλις κάθισε ο πυκνός καπνός που είχε γεμίσει το δωμάτιο, ανακάλυψαν πως οι σφαίρες είχαν αστοχήσει εξαιτίας των κορσέδων που φορούσαν δύο ή τρεις από τις Μεγάλες Δούκισσες. Οι εκτελεστές ανακάλυψαν αργότερα πως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι τα κοσμήματα και πετράδια της οικογένειας ήταν ραμμένα στις φόδρες των κορσέδων για να μην πέσουν στα χέρια των δεσμοφυλάκων. Ειπώθηκε πως η Αναστασία και η Μαρία σύρθηκαν προς τον τοίχο καλύπτοντας τα κεφάλια τους με τρόμο μέχρι που τις πυροβόλησαν ξανά, θυμάται ο Γιουρόφσκι. Ωστόσο ένας άλλος μάρτυρας, ο Πέτερ Ερμάκωφ, είπε στη σύζυγό του πως την Αναστασία αποτελείωσαν με ξιφολόγχες.

Θεωρίες επιβίωσης

  

 

 Ο θρύλος σχετικά με την πιθανή επιβίωση και απόδραση της Αναστασίας ξεκινά από το σημείο αυτό. Η Άννα Άντερσον, η διασημότερη από τις γυναίκες που ισχυρίστηκαν πως ήταν η Μεγάλη Δούκισσα, υποστήριξε πως προσποιήθηκε την πεθαμένη ανάμεσα στα σώματα των μελών της οικογένειας της και των υπηρετών τους, και πως κατάφερε να το σκάσει χάρις στη βοήθεια ενός πονόψυχου φρουρού που αντιλήφθηκε πως ήταν ακόμη ζωντανή. Ήταν μια από τις τουλάχιστον δέκα γυναίκες που ισχυρίστηκαν πως ήταν η Αναστασία. Κάποιες άλλες λιγότερο γνωστές ήταν η Ναντέσντα Ιβάνοβνα Βασίλιεβα και η Ευγενία Σμιθ. Δύο νεαρές γυναίκες που υποστήριξαν πως ήταν η Αναστασία και η αδερφή της Μαρία μεταφέρθηκαν από έναν ιερέα στα Ουράλια Όρη το 1919 όπου και έζησαν ως μοναχές μέχρι το θάνατό τους το 1964. Τάφηκαν υπό τα ονόματα Αναστασία και Μαρία Νικολάγιεβνα.

 Οι φήμες σχετικά με την επιβίωση της Αναστασίας αναζωπυρώθηκαν από διάφορες αναφορές της εποχής, που υποστήριξαν πως διάφορα τρένα και σπίτια ψάχτηκαν από τους Μπολσεβίκους στρατιώτες και τη μυστική αστυνομία για να βρεθεί η Αναστασία Ρομανώφ. Όταν φυλακίστηκε προσωρινά στο Περμ το 1918, η Πριγκίπισσα Ελένα Πέτροβνα, σύζυγος του μακρινού ξαδέρφου της Αναστασίας, Πρίγκιπα Ιωάννη Κωνσταντίνοβιτς της Ρωσίας, ανέφερε πως ένας φρουρός έφερε ένα κορίτσι που αυτοαποκαλούταν Αναστασία Ρομάνοβα στο κελί της και την ρώτησε αν το κορίτσι ήταν πράγματι κόρη του Τσάρου. Η Ελένα Πέτροβνα είπε πως δεν αναγνώριζε το κορίτσι και ο φρουρός την απομάκρυνε. Παρόλο που και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες στο Περμ ισχυρίστηκαν πως είδαν την Αναστασία, τη μητέρα και τις αδερφές της μετά την εκτέλεση, αυτή η ιστορία σήμερα θεωρείται από πολλούς τίποτα περισσότερο από φήμη.


Μια άλλη μαρτυρία λαμβάνει μεγαλύτερη αξιοπιστία από έναν ιστορικό. Οχτώ μάρτυρες ανέφεραν την σύλληψη μιας νεαρής γυναίκας μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης το Σεπτέμβρη του 1918 σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, βορειοδυτικά του Περμ. Ανάμεσα τους ήταν και ο γιατρός που φρόντισε το κορίτσι μετά το περιστατικό. Κάποιοι από αυτούς αναγνώρισαν το κορίτσι ως την Αναστασία όταν τους έδειξαν φωτογραφίες οι επιθεωρητές του Λευκού Στρατού. Ο γιατρός είπε επίσης στο Λευκό Στρατό πως το τραυματισμένο κορίτσι, του είπε «Είμαι η κόρη του κυβερνώντος, η Αναστασία». Κατόπιν ο ίδιος προμηθεύτηκε μια συνταγή από ένα φαρμακείο για έναν ασθενή με το όνομα «Ν» υπό τις διαταγές της μυστικής αστυνομίας. Οι επιθεωρητές αργότερα ανεξάρτητα βρήκαν αρχεία σχετικά με τη συνταγή αυτή.
Την ίδια περίοδο, στα μέσα του 1918, υπήρχαν διάφορες αναφορές για νεαρά άτομα που ταξίδευαν στη Ρωσία σαν φυγάδες Ρομανώφ. Ο Μπόρις Σολόβιεφ, σύζυγος της κόρης του Ρασπούτιν, Μαρίας, εξαπάτησε επιφανείς ρώσικες οικογένειες ζητώντας χρήματα για να διαφύγει κάποιος σωσίας των Ρομανώφ στην Κίνα. Ο ίδιος έψαχνε νεαρές γυναίκες πρόθυμες να υποδυθούν μια από τις κόρες του Τσάρου για να εξαπατήσει αυτές τις οικογένειες.


Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες ίσως και να υπήρξε η ευκαιρία για έναν ή περισσότερους φρουρούς να σώσουν κάποιον επιζώντα. Ο Γιακόβ Γιουρόφσκι διέταξε να έρθουν οι φρουροί στο γραφείο του και να επιστρέψουν αντικείμενα που έκλεψαν μετά την εκτέλεση. Έγινε προφανές πως υπήρχε άπλετος χρόνος όταν τα σώματα ήταν αφημένα στο φορτηγό χωρίς επιτήρηση, στο υπόγειο ή στο διάδρομο του σπιτιού. Κάποιοι φρουροί που δεν συμμετείχαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και έτρεφαν συμπάθεια για τις Δούκισσες, πρέπει να έμειναν για κάποια ώρα στο υπόγειο με τα σώματα.
Κατά τη διάρκεια μιας γερμανικής δίκης το 19641967 σχετικά με την ταυτότητα της Άννας Άντερσον, ένα ράφτης από τη Βιέννη, ο Χάινριχ Κλάιμπεντσετλ κατάθεσε πως είδε την πληγωμένη Αναστασία αμέσως μετά το φόνο στο Γεκατερίνμπουργκ στις 17 Ιουλίου 1918. Το κορίτσι περιποιήθηκε η σπιτονοικοκυρά του, Άννα Μπάουντιν, σε ένα κτίριο απέναντι από την Οικία Ιπάτιεφ.
«Το κάτω μέρος του σώματός της ήταν καλυμμένο με αίμα, τα μάτια της κλειστά και ήταν χλωμή σαν σεντόνι», είπε. «Πλύναμε το σαγόνι της, η φράου Άννουτσκα κι εγώ, κι έπειτα βόγκηξε. Τα οστά πρέπει να ήταν σπασμένα... Τότε άνοιξε για λίγο τα μάτια». Ο Βιεννέζος υποστήριξε πως το κορίτσι έμεινε στο σπίτι αυτό για τρεις ακόμη μέρες. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, οι Κόκκινοι Φρουροί ήρθαν στο σπίτι αλλά ήξεραν καλά τη σπιτονοικοκυρά και δεν έψαξαν με ζήλο το σπίτι. Τελικά ο φρουρός των Κόκκινων, ο ίδιος που την είχε φέρει, ήρθε και την πήρε μακριά. Ο Κλάιμπενττσετλ δεν γνώριζε τίποτε περισσότερο για τη μοίρα της. Πριν συμβούν όλα αυτά είχε παραδώσει κάποια είδη ρουχισμού στην Οικία Ιπάτιεφ και είχε δει από απόσταση τις Μεγάλες Δούκισσες να περπατούν στον περιφραγμένο κήπο του σπιτιού, αλλά δεν είχε μιλήσει μαζί τους. Κατέθεσε πως το πληγωμένο κορίτσι ήταν «μια από τις γυναίκες» που είχε δει να περπατούν στην αυλή, και πως δεν μπορούσε να πει πως ήταν συγκεκριμένα η Αναστασία.
Υπήρχαν επίσης αναφορές από τη Βουλγαρία σχετικά με την απόδραση της Αναστασίας και του αδερφού της, Τσάρεβιτς Αλεξέι. Το 1953, ο Πέτερ Ζαμιάτκιν, που ήταν μέλος της φρουράς της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Οικογένειας, είπε σε έναν δεκαεξάχρονο ασθενή με τον οποίο έκανε παρέα σε ένα νοσοκομείο πως μετέφερε τα δύο παιδιά στο χωριό όπου γεννήθηκε, κοντά στην Οδησσό μετά από παράκληση του Τσάρου. Μετά την εκτέλεση της υπόλοιπης οικογένειας, ο Ζαμιάτκιν απέδρασε με τα παιδιά με πλοίο, πλέοντας από την Οδησσό στην Αλεξάνδρεια. Οι δύο επιζώντες έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους στο Γκαμπάρεβο, μια βουλγάρικη πόλη κοντά στο Καζανλάκ. Από τους δύο, η κοπέλα αυτοαποκαλούνταν Ελεονόρα Αλμπέρτοβνα Κρούγκερ και πέθανε το 1954.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου